-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
ἸΟΥ ΜΆΡΩΝΟΣ
- ΠΟΥΒΛΊΟΥ ὈΥΪΡΓΙΛΊΟΥ
- Ἠ
-
-
- Τ῀ΗΣ ΑἸΝΕΙΆΔΟΣ
-
- ΒΙΒΛΙΟΝ ΙΆ.
-
ὼς δ’ ὠκεανȣ͂ ῥόον ἤδη ὧρτο λιπȣ͂σα·
-
Αἰνείας δʼ (αἴκε σπέυδεσκε πεσόντας ἑταίρȣς
-
Τυμβοχοήσειν, καὶ Πάλλαντος κῆδος ἐνίσχε·)
-
Πρῶτα Θεοῖς ἠοὶ νίκης ἐυχὰς ἀναπέμπε.
- Δρῦν μὲν ὑπερμεγέθη, τῆς κλῶνας ἁπάντοθε κέρσε,
-
Στῆσ’ ἐπὶ γειολόφȣ, τὴν δ’ ἀγλαὰ ἕσσατο ὅπλα,
-
Εἴναρα Μεζέντȣ ἀγέτȣ, (Σοι Τροπήϊον, Ἆρες
-
Ὀμβριμόθυμε·) λόφȣς ἀτὰρ ἄρσατο αἱμοῤῥάντȣς,
-
Α 2
-
* * *
-
Σύν
-
ριτραπέντος πολεμίȣ τεύχεσιν εἰς ὁπλίτȣ μόρφωμα διασκευαζομένοις, ἱδρύ-
-
ετο ἐν ἀπόπτῳ πρὸς ἔνδειξιν, ἐνταῦθα ὑπὸ τȣ͂ Ποιητȣ͂ περιγράφεται. Ἔοι-
-
κε δὲ Ἑλληνικὸν εἶναι τὸ ἔθος, ȣ̓δὲ γὰρ ὄνομα φέρεται παρὰ Λατίνοις
-
γνήσιον, τὸ τȣ͂το δηλοῦν· εἴγε καὶ τὴν Ἑλληνινκὴν φωνὴν προσερανισάμενοι,
-
τῇ τȣ͂ ψιλȣ͂ ϛοιχείȣ (π) εἰς τὸ δασὺ (φ) μεταλήψει κατεβαρβάρωσαν
-
(Tropheum) Τροφαῖον ἀντὶ Τροπαίȣ, τȣ͂ ἀπὸ τῆς τροπῆς, ἥκιϛα δὲ τῆς
-
τροφῆς, ἐτυμολογȣμένȣ, κατονομάσαντες. Ἕλληνας οὖν ζηλώσαντες οἱ
-
πρῶτοι Ῥωμαίων τρόπαιον ἔϛησαν, καὶ τȣ́τοις παλαιότατα τρόπαια ἐγέ-
-
νετο τά Ὀπίμια σκῦλα, (Περὶ ὧν ὄρα ϛ’. Αἰν: ϛίχ. 920.) ἐξ ὧν φερομέ-
-
νων πομπικῶς, καὶ τῷ Διῒ ἀνατιθεμένων, καὶ τὸν Δία αὐτὸν Φερέτριον
-
ποσηγόρευσαν, τὸν καὶ Τροπαιȣ͂χον ἄλλως, καὶ Σκυλοφόρον προσειρημένον,
-
καὶ μὲν δὴ καὶ Ὑπερφερέτην, ὡς πάντων ὑπερφέροντα. (Ὅρα Διον. Ἁλι-
-
καρν. ἐν τῷ Β. τῶν Ῥωμαϊκῶν Ἀρχαιολ.) Εἴτὲ δὲ τȣ͂το καὶ ἀπὸ τȣ͂ φε-
-
ρετρευο-